λαγαίω

λαγαίω
λαγαίω
Grammatical information: v.
Meaning: `release', λαγάσ-σαι ἀφεῖναι H.;
Other forms: aor. λαγάσαι (Crete),
Compounds: also with ἀπο-.
Derivatives: ἀπολάγαξις `release' (Crete; on the formation Chantraine Form. 281, Bechtel Dial. 2, 746). - Several nouns, that do not directly depend from the verb: 1.λαγαρός `slack, emaciated, thin' (IA.) with λαγαρότης `slackness etc.', λαγαρόομαι `get slack' (AP) with λαγάρωσις (Eust.; of στίχοι λαγαροί). λαγαρίζομαι meaning unclear (com.); 2. λάγανον `thin cake' (hell.) with λαγάνιον (late) and λαγανίζω (?; Hp. Morb. Sacr. 13 ; cf. Kind Herm. 72, 368) ; 1. a. 2. first from a noun *λαγαρ \/ ν-? (vgl. Benveniste Origines 18; to the frequent nom. in -ανον Chantraine Form. 198 f.). A ν-suffix also in the semantically deviant 3. λάγνος (-νης; on the barytone acc. Schwyzer 489) `lascivious, voluptuous' with λαγνεύω `be lascivious, be lecherous', λαγνεία `the act of coition etc.' (IA.). 4. *λαγος (*λάξ) `slack, thin' in λαγόνες pl. f. (m..), rarely -ών sg. `the hollows on the side, the flanks' (IA.), also in λαγώς `hare' (s. v.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Eur. substr.X
Etymology: A direct agreement to *λαγος, if from *σλαγος (s. on λήγω) gives a Germ. adj. for `slack': Nord. slakr , OS slac, OE slæc etc.; here with anlaut. l- (= IE.) MLG. lak `id.', thus OIr. lacc `id.' (with expressive gg). The formal identity of λαγών and WNo. lake `flap', of λάγανον and OS lakan, OHG lahhan `cloth' rests on parallel innovations of the separate languages. - With λαγαρός we can directly compare Toch. A slākkär `sad'. Beside it with s-suffix Lat. laxus `slack, weak etc.'; also Skt. ślakṣṇá- `slippery, meagre, thin' (from *slakṣ- assim., Hendriksen IF 56, 27 f.)? - Disyllabic λαγά-σαι (: λαγαρός) has an example in the synonymous χαλά-σαι (: χαλαρός); λαγαίω is innovation like κεραίω, ἀγαίομαι (s. κεράννυμι and ἀγα-; diff. Specht Ursprung 325); besides NGr. (Cret.) λαγάζω, s. Schulze Kl. Schr. 354 n. 1. Cf. also on κλαδαρός. - With diff. ablaut here λήγω, λωγάνιον, λωγάς, s. vv. - As *slh₂g- would have given *slāg-, the form has not been explained; is it a Eur. substratum word?
Page in Frisk: 2,68

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λαγαίω — (Α) επιγρ. απαλλάσσω, απολύω, αφήνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαγαίω προήλθε από θ. λαγ + κατάλ. αίω (κατά το κεραίω, ἀγαίομαι), ενώ ο αόρ. λαγάσαι σχηματίστηκε κατά το συνών. χαλάσαι. Το θ. λαγ ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα (s)lәg τής ΙΕ ρίζας (s)lēg… …   Dictionary of Greek

  • λάγανο — το (Α λάγανον) νεοελλ. πρόχειρο ψωμί ψημένο σε χόβολη, σε ζεστή στάχτη, σταχτόπιτα αρχ. λεπτή πίτα ζυμωμένη και ψημένη με λάδι, που μπορεί να αποτελείται και από πολλά λεπτά φύλλα ζύμης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαγ (πρβλ. λαγαίω) + επίθημα ανο (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • λάγνος — η, ο, θηλ. και α (AM λάγνος, η, ον, θηλ. και ος, Α και λάγνιος, ία, ον και αττ. τ. αρσ. λάγνης) επιρρεπής στις σαρκικές απολαύσεις, φιλήδονος, ηδυπαθής, ακόλαστος νεοελλ. αυτός που περιέχει ηδονική διάθεση, ηδυπαθής («λάγνα μάτια») αρχ. το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • λήγω — (AM λήγω) 1. λαμβάνω πέρας, παρέρχομαι, τελειώνω (α. «η προθεσμία υποβολής τών δηλώσεων λήγει στο τέλος τής εβδομάδας» β. «ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δὲ ἄρξομαι» Ομ. Ιλ. γ. «καὶ πρὸς ἔαρ ἤδη ταῡτα ἦν τοῡ χειμῶνος λήγοντος», Θουκ.) 2. (αμτβ.) καταλήγω,… …   Dictionary of Greek

  • λαγάζω — 1. ησυχάζω, ηρεμώ, παύω να κάνω κάτι, καταλαγιάζω 2. σωπαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λήγω ή λαγαίω, κατά τα ρ. σε άζω (πρβλ. είκω εικάζω] …   Dictionary of Greek

  • λαγαρός — ή, ό θηλ. και ά (AM λαγαρός, ά, όν) 1. χαλαρός, άτονος («καὶ ἡ χέλυς... λαγαροὺς περιβέβληται κύκλους», Φιλόστρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λαγαρά οι λαγόνες, τα μαλακά μέρη τού σώματος που βρίσκονται κάτω από τα πλευρά («τὰ κάτωθεν τῶν… …   Dictionary of Greek

  • λαγγάζω — (Α) υποχωρώ, ενδίδω. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθομιλουμένης τής Αρχαίας, που ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *(s)lәg τής ΙΕ ρίζας *(s)lēg «χαλαρός, άτονος» (πρβλ. λαγαίω) και εμφανίζει έρρινο στοιχείο ( γ ). Η λ. συνδέεται με λατ. langueo «είμαι άτονος …   Dictionary of Greek

  • λαγόνα — και λαγών, η (Α λαγών, όνος, ἡ και ὁ) συν. στον πληθ. οι λαγόνες τα πλάγια μέρη τής λεκάνης τού ανθρώπου και ορισμένων ζώων, αλλ. ψαχνά, μαλακά, λαπάρα, λαγόνια («ἔχων δὲ τοι... καὶ χέρας λαγόνας τε και θώρακ ἄριστον», Αριστοφ.) αρχ. 1. μήτρα 2.… …   Dictionary of Greek

  • λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… …   Dictionary of Greek

  • λωγάνιον — και, κατά τον Ησύχ., λωγάλιον και, κατά το λεξ. Σούδα, λογάνιον, τὸ (Α) το πολύπτυχο λιπώδες δέρμα που κρέμεται από τον λαιμό τών βοδιών, αλλ. λαμυρίς («καὶ λωγάνιον καὶ τοῡ βοὸς τὸ πολύπτυχον ἔγκατον», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «δέρμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”